συνηγορικός

συνηγορικός
-ή, -ό / συνηγορικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συνήγορος / συνηγορία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνήγορο ή στη συνηγορία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηγορικόν
ο μισθός τού συνηγόρου, ιδίως τού δημοσίου, καθώς μόνον αυτός επιτρεπόταν να πληρώνεται.
επίρρ...
συνηγορικώς / συνηγορικῶς ΝΜΑ, και συνηγορικά Ν
με συνηγορικό τρόπο, όπως ένας συνήγορος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνηγορικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορικῶν — συνηγορικός of fem gen pl συνηγορικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορικόν — συνηγορικός of masc acc sg συνηγορικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορικήν — συνηγορικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορικῶς — συνηγορικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορικῷ — συνηγορικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”