- συνηγορικός
- -ή, -ό / συνηγορικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συνήγορος / συνηγορία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνήγορο ή στη συνηγορίααρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηγορικόνο μισθός τού συνηγόρου, ιδίως τού δημοσίου, καθώς μόνον αυτός επιτρεπόταν να πληρώνεται.επίρρ...συνηγορικώς / συνηγορικῶς ΝΜΑ, και συνηγορικά Νμε συνηγορικό τρόπο, όπως ένας συνήγορος.
Dictionary of Greek. 2013.